- αορτήρας
- bretelle
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αορτήρας — ο δερμάτινο λουρί με το οποίο κρεμιούνται από τον ωμό διάφορα είδη οπλισμού, κυνηγιού, εκδρομής κτλ.: Στάθηκε λίγο για να φτιάξει τον αορτήρα του όπλου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀορτῆρας — ἀορτήρ strap to hang masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάλημμα — το (Α ἀνάλημμα) τείχος που οικοδομείται για να συγκρατήσει από κατολίσθηση το υλικό ισοπέδου επιχωματώσεως σε επικλινές έδαφος, αντέρεισμα, πεζούλα αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα 2. ιατρ. χειρολάβος, η ταινία που περνιέται στον… … Dictionary of Greek
παρωμίς — ίδος, ἡ, Α αορτήρας, λουρίδα περασμένη στον ώμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωμίς (< ὦμος), πρβλ. επ ωμίς] … Dictionary of Greek